- ζωγάνης
- ζωγάνης, ὁ (Α)δούλος ντυμένος σαν βασιλιάς σε κάποια γιορτή τής Βαβυλώνας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ζωγάνην — ζωγάνης slave king masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)